- ἐμπεπολισμένων
- ἐν-πολίζωbuild a cityperf part mp fem gen plἐν-πολίζωbuild a cityperf part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμπολίζω — ἐμπολίζω (Α) 1. [πόλις] περιλαμβάνω μέσα στην πόλη («τῶν ἐμπεπολισμένων τῇ Ῥώμῃ λόφων», Διον. Αλικ.) 2. [πόλος] προσαρμόζω στον πόλο … Dictionary of Greek